λευκοινος

λευκοινος
    λευκόϊνος
     (sc. στέφανος) венок из левкоев Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "λευκοινος" в других словарях:

  • λευκόινος — λευκόϊνος, ΐνη, ον και λευκόϊος, ον (Α) [λευκόϊον] 1. (για στεφάνι) ο κατασκευασμένος από λευκά ία 2. λευκός …   Dictionary of Greek

  • λευκόινον — λευκόϊνον , λευκόινος made of masc acc sg λευκόϊνον , λευκόινος made of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκοίνους — λευκοΐνους , λευκόινος made of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»